- ανασυρτός
- η , ό1) вынутый, извлечённый (из колодца, со дна моря); 2) могущий быть извлечённым; 3) ползущий; медленно двигающийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάσυρτος — ανάσυρτος, η, ο και ανασυρτός, ή, ό επίρρ. α και ά 1. αυτός που σύρθηκε ελαφρά προς τα έξω ή προς τα πάνω: Είχε τη φούστα της ανασυρτή για να φαίνονται τα καλλίγραμμα πόδια της. 2. (για φίδι), αυτός που σέρνεται όρθιος: Το φίδι ανασυρτό όλο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασυρτός — ή, ό 1. αυτός που σύρεται με ελαφριά ανύψωση ενός τμήματός του 2. ο ανασερνάμενος, αυτός που βαδίζει με δυσκολία, σαν να σέρνεται 3. το ουδ. ως ουσ. το ανασυρτό αγγείο για την άντληση του νερού ή η αρπάγη που χρησιμεύει για να ανασυρθεί ο κάδος… … Dictionary of Greek